- ἐπιπαρέρχομαι
- ἐπιπαρ-έρχομαι,A go past on the way to a place,
παρὰ τὴν ὄχθην D.C.40.35
; κατὰτὰ μετέωρα Id.47.35
.2. Astrol., intervene as well, ἐπὶ τόπον Vett. Val.291.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρὰ τὴν ὄχθην D.C.40.35
; κατὰτὰ μετέωρα Id.47.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπαρέρχομαι — ἐπιπαρέρχομαι (Α) 1. προσπερνώ («ἐπιπαρῆλθεν ἐπιπολὺ παρὰ τὴν ὄχθην», Δίων Κάσσ.) 2. αστρολ. επεμβαίνω επίσης … Dictionary of Greek